προσωποκεντρική-ψυχοθεραπεία-άρθρα-ψυχολογίας-Κοσσυβάκη Ναταλία

Προσωποκεντρική Προσέγγιση: Θεωρία Προσωπικότητας

 

Απόρροια της κλινικής παρατήρησης και βασισμένη στις αρχές της φαινομενολογίας, η θεωρία Προσωπικότητας στην Προσωποκεντρική προσέγγιση αναδεικνύει μια ολιστική θέαση και κατανόηση του ανθρώπου και της πολυπλοκότητας της συμπεριφοράς του. Μη αναγώγιμη σε επιμέρους συστατικά στοιχεία, η σκοπιμότητα της συμπεριφοράς δύναται να κατανοηθεί στο πλαίσιο του σύνθετου συστήματος σώματος, νου και συναισθημάτων, δηλαδή στο πλαίσιο των αλληλεξαρτώμενων σωματικών, νοητικών και ψυχολογικών λειτουργιών του ενιαίου οργανισμού.

 

Η θεωρία Προσωπικότητας της Προσωποκεντρικής προσέγγισης εκκινεί από το αξίωμα ότι σε κάθε οργανισμό υφίσταται μια «εγγενής οργανισμική τάση πραγμάτωσης», μια λανθάνουσα ροή κίνησης προς την εποικοδομητική εκπλήρωση των εγγενών δυνατοτήτων και την αυτονομία του. Αυτή η μονοκατευθυντική τάση προς τη ζωή, σύμφωνα με τον Rogers αποτελεί τη μοναδική κινητήριο δύναμη του ανθρώπινου οργανισμού και αποτελεί επιμέρους έκφραση της ευρύτερης διαμορφωτικής τάσης του σύμπαντος, τη «μορφική τάση», δηλαδή την τάση προς αυξημένη τάξη ή τη «συντροπία» που χαρακτηρίζει την οργανική εξέλιξη.

 

Η επίδραση της τάσης πραγμάτωσης στον ανθρώπινο οργανισμό αλληλεπιδρά με τις περιβαλλοντικές συνθήκες, με τρόπο που «αν οι συνθήκες δεν είναι ευνοϊκές προς μία κατεύθυνση, η τάση πραγμάτωσης θα στραφεί προς άλλη, πάντοτε όμως στο πλαίσιο της προάσπισης, της επιβίωσης και της συντήρησης του οργανισμού».

 

Υπό το πολυσύνθετο σύστημα του οργανισμού, λοιπόν, πραγματοποιείται η αξιολόγηση των ερεθισμάτων του περιβάλλοντος, η λεγόμενη «συμβολοποίηση των εμπειριών του». Η αποτίμηση των εμπειριών του ατόμου γίνεται με κριτήριο την εξυπηρέτηση των αναγκών του οργανισμού και η τάση πραγμάτωσης καθοδηγείται από μια οργανισμική διεργασία αξιολόγησης, διαδικασία ιδιαιτέρως εμφανής στη βρεφική ηλικία των ανθρώπων

 

Από «το σύνολο των εμπειριών, των εντυπώσεων και των αισθημάτων», που ο Rogers αποκαλεί φαινομενολογικό πεδίο, μόνο ένα μέρος του δύναται να αναγνωριστεί και να συνειδητοποιηθεί κάθε στιγμή. Το γεγονός αυτό οφείλεται τόσο σε εγγενείς περιορισμούς της επεξεργασίας των ερεθισμάτων όσο και στους τρόπους που το άτομο αξιολογεί και ερμηνεύει αυτά τα ερεθίσματα. Επομένως, τα αισθητηριακά ερεθίσματα που τελικά αναγνωρίζονται και συμβολοποιούνται είναι εκείνα που διαμορφώνουν το αντιληπτικό πεδίο του ατόμου, δηλαδή τη μοναδική -κάθε στιγμή- πραγματικότητά του, η οποία και καθορίζει τις αντιδράσεις και τις συμπεριφορές του.

 

Παράλληλα, ένα τμήμα του αντιληπτικού πεδίου αναγνωρίζεται ως «Εγώ/Εμένα» και διαχωρίζει τις εμπειρίες του ατόμου από εκείνες των άλλων. Το σχήμα αντιλήψεων του «Εγώ», που αποτελεί τον Εαυτό ή τη λεγόμενη Αυτοαντίληψη του ατόμου διαμορφώνεται σε αλληλεπίδραση με το περιβάλλον του. Έτσι, στη δομή του εαυτού και την αυτοαντίληψη του ατόμου προσαρτώνται τόσο οι άμεσα βιωμένες από τον οργανισμό αξίες όσο και αξίες των σημαντικών Άλλων που ενδοβάλλονται από το άτομο.

 

Ενώ όμως η βρεφική ηλικία εκκινεί με την επικράτηση της λεγόμενης οργανισμικής αξιολογητικής διαδικασίας, στην πορεία της κοινωνικοποίησης η εξάρτηση από τους σημαντικούς Άλλους γίνεται καθοριστική για τις διαδικασίες που το άτομο ακολουθεί για την εξασφάλιση θετικών εμπειριών από εκείνους. Πιο συγκεκριμένα, κατά την αναπτυξιακή πορεία εμφανίζεται η ανάγκη για θετική αναγνώριση, η οποία καθοδηγεί τη λεγόμενη «αυτοπραγμάτωση του Εαυτού» (σε αντιστοιχία με τον καθοδηγητικό ρόλο της οργανισμικής αξιολογητικής διαδικασίας στην πραγμάτωση του οργανισμού).

 

Κατά την αναπτυξιακή διαδικασία, λοιπόν, ο εαυτός αποκτά ενεργό επικοινωνιακό ρόλο και η διεύρυνση του αντιληπτικού πεδίου του ατόμου με πρόσθετες εμπειρίες συνεπάγεται αλλαγές στην αυτοεικόνα του και επομένως στην εκδηλούμενη συμπεριφορά του. Η τάση πραγμάτωσης και η τάση αυτοπραγμάτωσης διαφοροποιούνται αλλά πάντοτε συνυπάρχουν, ενώ, η σχέση μεταξύ τους δύναται να είναι είτε «συνεργατική» είτε «συγκρουσιακή».

 

Όσο οι εμπειρίες που συνθέτουν το δόμημα του εαυτού βρίσκονται σε συμβατότητα με τον οργανισμό, τόσο το σύνολο του ατόμου «συνεχίζει τη φυσιολογική αναπτυξιακή του πορεία». Σε αυτήν την περίπτωση, το ευνοϊκό, υγιές και υποστηρικτικό περιβαλλοντικό πλαίσιο προάγει την επίγνωση των οργανισμικών αναγκών και τη συμβατότητα των εμπειριών με την αυτοεικόνα του ατόμου. Σύμφωνα με την Προσωποκεντρική προσέγγιση, περισσότερο ως διαδικασία και λιγότερο ως κατάσταση, το άτομο υπό την καθοδήγηση της τάσης πραγμάτωσης και τη συνεργατική σχέση της με την τάση αυτοπραγμάτωσης κινείται προς την «πλήρη λειτουργικότητα», τη διαφοροποίηση, την αυτονομία και την ωρίμανση.

 

Ωστόσο, η θετική αναγνώριση που χρειάζεται το άτομο, συχνά παρέχεται υπό προϋποθέσεις, οι οποίες φέρουν αξιολογικό υπόβαθρο. Σε αυτό το πλαίσιο, οι λεγόμενοι όροι αξίας των σημαντικών Άλλων αλλά και του ευρύτερου κοινωνικού περιβάλλοντος, καθίστανται αναγκαστικά αποδεκτοί από το άτομο προκειμένου να λάβει τη θετική αποδοχή και να ικανοποιήσει την ανάγκη για θετική αναγνώριση. Η θετική αναγνώριση, λοιπόν, συχνά δίνεται «εάν» εκδηλωθεί και «γιατί» εκδηλώθηκε η «επιθυμητή» συμπεριφορά ή «εάν δεν» εκδηλωθεί η «ανεπιθύμητη» συμπεριφορά, σύμφωνα με τα εκάστοτε κριτήρια επιθυμητότητας, διαδικασία που διαμορφώνει και ελέγχει τόσο επιτρεπτικά όσο και αποτρεπτικά τη συμπεριφορά του ατόμου.

Ως αποτέλεσμα των όρων αξίας που επιβάλλονται στο άτομο, δομείται μια αυτοεικόνα που «υπό όρους» συμβαδίζει με τις οργανισμικές εμπειρίες. Επομένως, οι όροι αξίας, χωρίς να είναι πάντοτε αρνητικοί για το άτομο, δύνανται να το ωθήσουν τόσο σε απάρνηση των συναισθημάτων και των συμπεριφορικών του τάσεων όσο και σε διαστρέβλωση της συμβολοποίησης των εμπειριών του, όταν οι εμπειρίες βρίσκονται σε ασυμβατότητα με τους όρους αξίας.

Όταν οι τρέχουσες εμπειρίες δεν μπορούν να ενσωματωθούν σε υπάρχουσες διαμορφώσεις, δηλαδή, όταν βιωμένα στοιχεία αξιολογούνται ως αρνητικά ή ασύμβατα με το δόμημα του εαυτού, οι αντιθετικές τάσεις του οργανισμού καταστέλλονται και οι εμπειρίες δεν βιώνονται ελεύθερα εξαιτίας της επικράτησης της απόλυτης ανάγκης για θετική αναγνώριση. Σε αυτήν την περίπτωση, η ίδια η βίωση της εμπειρίας του ατόμου τείνει να αξιολογείται υπό το πρίσμα των όρων αξίας των σημαντικών Άλλων, ενώ, καταστέλλονται οι αρχικές αξίες με τις οποίες το άτομο θα συνέδεε την εμπειρία, εάν υφίστατο διαφορετική μακροπρόθεσμη αλληλεπίδραση με το περιβάλλον του.

 

Ειδικότερα, οι συγκεκριμένες αξίες που προσαρτώνται στις προϋποθέσεις θετικής αποδοχής του ατόμου, ενδοβάλλονται και βιώνονται ως προσωπικές και συνδεδεμένες με τις άμεσες εμπειρίες του ατόμου, με αποτέλεσμα το άτομο να αποκτά μια εξωτερική εστία αξιολόγησης, σύμφωνα με την οποία αποτιμά και ταξινομεί τις εμπειρίες του. Μάλιστα, όσο πιο άκαμπτοι είναι οι όροι αξίας τόσο περισσότερο το άτομο θεωρείται ότι κινδυνεύει να γίνει εξαρτημένο από τους άλλους και τελικά να καθοδηγείται από την κρίση τους. Διαφορετικά διατυπωμένο, η διαμεσολάβηση της ικανοποίησης των αναγκών του ατόμου από την υπό όρους παροχή θετικής αναγνώρισης από τους άλλους, οδηγεί σε ένα είδος προσαρμογής του ατόμου, κατά την οποία ο αντιληπτός εαυτός και οι διάφορες όψεις του διαχωρίζονται ή συγκρούονται με τον οργανισμικό εαυτό. Επομένως, η επίγνωση των αναγκών φιλτράρεται και η αυτοεικόνα διαπλάθεται σύμφωνα με τις εξωτερικές προσδοκίες.

 

Έτσι, το άτομο οδηγείται σε απομάκρυνση από τη βασική αισθητηριακή και σπλαχνική εμπειρία του και κυρίως από την ανεμπόδιστη συνειδητοποίηση αυτής της εμπειρίας. Στην κατάσταση αυτή, οι νέες εμπειρίες (θετικές ή αρνητικές) τείνουν να αγνοούνται, να αναγνωρίζονται επιλεκτικά, να απορρίπτονται ως αντιφατικές ή να συμβολοποιούνται διαστρεβλωμένα. Η ασυμφωνία αυτή, κινητοποιεί την ανάπτυξη αντιστάσεων και μηχανισμών άμυνας που εξυπηρετούν τη διατήρηση της αυτοεικόνας, χωρίς ωστόσο να συντελούν σε επίλυση της σύγκρουσης και άρση της ψυχολογικής δυσπροσαρμοστικότητας που τη συνοδεύει.

 

Όταν αυτή η εσωτερική σύγκρουση παρατείνεται, η απροσδιόριστη αίσθηση απειλής που προκύπτει από τον λανθάνοντα κίνδυνο της συμβολοποίησης μιας εμπειρίας που βρίσκεται σε ασυμφωνία με την αυτοεικόνα του ατόμου ενδέχεται να δημιουργεί ένα εντεινόμενο άγχος που συχνά οδηγεί στην αναζήτηση ψυχοθεραπευτικής βοήθειας.

 

Βιβλιογραφία

 

Ελληνόγλωσση

 

Ιωσηφίδη, Π. & Ιωσηφίδης, Ι., (2012). Η προσωποκεντρική προσέγγιση του C. Rogers. Στο Γ. Ποταμιάνος & Φ. Αναγνωστόπουλος (Επιμ.), Προσωπικότητα. Θεωρίες, Κλινική πρακτική & Έρευνα, 299-348. Αθήνα: Παπαζήση.

Rogers, C. A. (2006a). Το γίγνεσθαι του προσώπου. Αθήνα: Ερευνητές.

Rogers, C. A. (2006b). Ένας τρόπος να υπάρχουμε. Αθήνα: Ερευνητές.

 

Ξενόγλωσση

 

Bozarth, J. (1998). Overview of person-Centered Therapy. In J. Bozarth, Person-centred Therapy Today: A Revolutionary Paradigm. UK: PCCS.

Hjelle, L. & Ziegler, D. (1981) The phenomenological perspective in personality theory: Carl Rogers. Chapter. 11. Singapore: Mc Graw Hill.

Mearns, D. & Thorne, B. (2000). The nature of “configuration” within self. In D. Mearns & B. Thorne, Person-Centered therapy today, 101-143. London: Sage.

Rogers, C. A. (1951). Theory of Personality and Behavior. In C. Rogers, Client-centered therapy. It’s current practice, implications and theory, 481-533. London: Constable.

0
Feed